ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από Παρε(Ν)θεση 2015: «Je suis Charlie»

Στις 7 Ιανουαρίου 2015 ολιγομελής ομάδα ενόπλων, επιτέθηκε στα γραφεία του σατιρικού περιοδικού Charlie Hebdo στο Παρίσι. Ο απολογισμός της επίθεσης ήταν 12 νεκροί και επτά τραυματίες. Η επίθεση είναι η πλέον πολύνεκρη στη Γαλλία μετά από αυτή στο τραίνο της γραμμής Στρασμπούρ-Παρίσι στις 18 Ιουνίου 1961 με 28 νεκρούς κατά την πολυετή πολεμική αντιπαράθεση Γαλλίας και Αλγερίας που κατέληξε στην ανεξαρτητοποίηση της δεύτερης. Απασχόλησε όμως το συγκεκριμένο γεγονός τα ΜΜΕ, τους πολιτικούς και όλους εμάς μόνο για την σπανιότητα του; Δημιούργησε παντού τα ίδια συναισθήματα; Εν τέλει, έχει αξία να συζητήσουμε για αυτό από μια χρονική απόσταση ή ήταν θέμα μόνο της τότε επικαιρότητας; Ίσως ο τόνος εκείνων των ημερών και το εκρηκτικό μίγμα που περιλαμβανόταν στις συζητήσεις μεταξύ Ισλάμ-θρησκείας-«τρομοκρατίας»-μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης και ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή, δίνουν από μόνα τους μια πρώτη απάντηση.

Το γεγονός της επίθεσης στο περιοδικό Charlie Hebdo προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις ήδη από τις πρώτες ώρες και αποτέλεσε είδηση για πολλές μέρες σε όλο τον κόσμο. Τέσσερα εκατομμύρια κόσμου κατέκλεισαν ολόκληρο το κέντρο του Παρισιού και πολλών γαλλικών πόλεων την επόμενη μέρα, ενώ αντίστοιχες κινητοποιήσεις έγιναν και σε άλλες χώρες, ανάμεσα τους και η Ελλάδα. Το σύνθημα που επικράτησε αμέσως ήταν το je suis Charlie” (=είμαι και εγώ Charlie), που αποτύπωνε τόσο την αλληλεγγύη στα θύματα, όσο και την υπεράσπιση του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου. Άξιο αναφοράς είναι ωστόσο το γεγονός ότι οι εκδηλώσεις αυτές δεν παρουσίασαν ισλαμοφοβικά  χαρακτηριστικά, παρά της προσπάθειες ακροδεξιών φωνών για το αντίθετο.

Την ίδια στιγμή όμως, δεν θα μπορούσε να μείνει ασχολίαστη η παρουσία των πολιτικών αρχηγών διαφόρων χωρών οι οποίοι θέλησαν να δημιουργήσουν με αυτό τον τρόπο μια φαινομενικά διεθνή και «παλλαϊκή» ενότητα η οποία στόχευε στην καταδίκη της τρομοκρατίας αφενός και αφετέρου  στην προάσπιση της ελευθερίας του λόγου. Παρόλα αυτά, επέλεξαν να διαδηλώσουν ξεχωριστά μακριά από τον κύριο όγκο των διαδηλωτών ανάμεσα στην περιφρούρηση δημοσιογράφων και αστυνομίας. Ήταν άραγε η απόσταση που τους χώριζε μόνο φυσική;

Ίσως με διαφορετικό τρόπο αντιλαμβάνονται την ελευθερία του λόγου ορισμένοι από αυτούς όπως ο υπουργός δικαιοσύνης των ΗΠΑ Έρικ Χόλντερ ο οποίος καταδίκασε τον Έντουαρτ Σνόουντεν ως «εθνικό προδότη» επειδή αποκάλυψε τον τρόπο με τον οποίο το κράτος παρακολουθεί καθημερινά τους πολίτες, παραβιάζοντας προσωπικές ελευθερίες. Με παρόμοιο σκεπτικό κινούνται όμως και άλλοι ηγέτες που δήλωναν μπροστά στα μεγάλα δυτικά ΜΜΕ την «οδύνη»  για το πρωτοφανές πλήγμα στην ελευθερία του λόγου, αλλά είχαν φροντίσει πρώτα να την καταστρατηγήσουν στην αντίστοιχη χώρα τους. Από τον Ερντογάν που χαρακτήρισε ως τρομοκράτη έναν 15χρονο που έχασε την ζωή του από αστυνομική βία καθώς έτυχε να βρίσκεται κοντά σε αντικυβερνητική πορεία, μέχρι την Ελλάδα και την πρόσφατη απόφαση δικαστηρίου που κρίνει ένοχο τον «Παστίτσιο» blogger που σατίριζε τον γέροντα Παΐσιο.

Τα όρια ειλικρινούς και υποκριτικής προάσπισης των ελευθεριών στο σύγχρονο δυτικό κόσμο γίνονται ακόμα πιο δυσδιάκριτα όταν προκειμένου να προστατευθεί η ελευθερία της έκφρασης θεωρείται αναγκαίο να περιοριστεί θεσμικά η ελευθερία της έκφρασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίφασης αποτελεί η ίδια η Γαλλία στην οποία, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας, είχε ψηφιστεί νόμος που επιτρέπει στις αρχές να παρακάμψουν τον δικαστικό έλεγχο και να υποχρεώσουν τον κάτοχο μιας ιστοσελίδας που εγκωμιάζει την βία να την κατεβάσει.  Όξυνση αυτού του φαινομένου αποτελεί το γεγονός ότι εκατοντάδες blogger καταδικάστηκαν σε φυλάκιση στη Γαλλία λίγες μέρες μετά την επίθεση οι οποίοι «εγκωμίασαν» την τρομοκρατία. Ακόμη, τουλάχιστον ιδεολογική αμηχανία και σύγχυση φανερώνει έρευνα, που εμφανίζει έναν στους δύο Γάλλους να συμφωνεί με τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με σκοπό την πάταξη της τρομοκρατίας.

Με βάση τα παραπάνω θα ήταν υποκριτικό να πιστεύουμε ότι ο κύριος στόχος των πολιτικών ελίτ αλλά και των ΜΜΕ ήταν η προστασία της ελευθερίας του λόγου. Για να αντιληφθούμε λοιπόν καλύτερα την στοχοθεσία τους, χρήσιμο είναι να εξετάσουμε αναλυτικότερα τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκε το γεγονός.

Την εποχή των Σταυροφοριών οι στρατιώτες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας μάχονταν τους άπιστους μουσουλμάνους στο όνομα του Χριστού για να καταλήξουμε 800 χρόνια μετά, να ερμηνεύουμε τα βαθύτερα αίτια αυτής της σύγκρουσης ως κατά βάση οικονομικοπολιτικά και όχι πολιτισμικά. Ως πόλεμο των πολιτισμών ερμήνευσε και η συντηρητική κυβέρνηση Μπους την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, με αποτέλεσμα να συσπειρώσει τον αμερικάνικο λαό, τροφοδοτώντας ισλαμοφοβικά αισθήματα για να αποκτήσει την στήριξη του στον μεταγενέστερο πόλεμο κατά του Ιράκ, ο οποίος παρουσιάστηκε επίσης επικοινωνιακά να έχει πολιτισμικά αίτια, ενώ τώρα είναι προφανής η πολιτικοοικονομική σημασία των γεγονότων. Υπό αυτό το σκεπτικό, θα ήταν αφελές να μην δούμε την εσκεμμένη επιφανειακότατα με την οποία η επίθεση στη Γαλλία προσεγγίστηκε, με αποτέλεσμα να υπερτερεί το θρησκευτικό-πολιτισμικό στοιχείο στις αναλύσεις εκείνων των ημερών.

Τι αποτελέσματα μπορεί λοιπόν να επιφέρει αυτή η μονοδιάστατη ερμηνεία του γεγονότος;  Ήδη η πρόεδρος του ακροδεξιού κόμματος FN (που αυξάνει την συνεχώς επιρροή του τα τελευταία χρόνια) Μαρίν Λεπέν, κάνει λόγο για επαναφορά της θανατικής ποινής. Στις παραδοσιακά ανοιχτές σκανδιναβικές κοινωνίες οι επιθέσεις σε τζαμιά όλο και πυκνώνουν, σε Αγγλία και Γερμανία αυξάνονται οι φωνές που υποστηρίζουν αυστηρότερες μεταναστευτικές πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτή η μετατόπιση του δημόσιου λόγου σε πιο συντηρητικό, ενδεχομένως και ακροδεξιό, πλαίσιο δεν ενισχύει απλά τους αντίστοιχους εκφραστές των συγκεκριμένων απόψεων, όπως τη Λεπέν στη Γαλλία. Έρχεται παράλληλα να νομιμοποιήσει το Ισλάμ ως εχθρό, τις επιθέσεις σε χώρες με μουσουλμανικούς πληθυσμούς ως «πάλη για τη δημοκρατία» και όπως ήδη αναφέρθηκε, να περιορίσει εκ νέου τα δικαιώματα της ελευθερίας.

Κλείνοντας, έχει μια σημασία, για να καταλάβουμε το βαθμό της υποκρισίας των δυτικών ΜΜΕ και το κλίμα εκείνων των ημερών να δούμε τη στάση τους και την προβολή που είχε μια ακόμη μεγαλύτερη επίθεση στο πανεπιστήμιο Γκαρίσα στην Κένυα τον Απρίλιο του 2015 με 147 νεκρούς. Ακριβώς επειδή δε πληρούσε τα χαρακτηριστικά εκείνα όπως το μίγμα ισλαμιστών εγκληματιών ενάντια σε αθώους δυτικούς που είναι το «κατάλληλο» για να υπάρξει το πολιτικό παράγωγο της εύρεσης του «Κακού», η συγκεκριμένη επίθεση δεν προβλήθηκε ιδιαίτερα, δεν έγιναν συγκεντρώσεις αλληλεγγύης, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν «όλοι Γκαρίσα».


Στο όνομα του Charlie Hebdo και της ελευθερίας του λόγου, παίχτηκε ένα παιχνίδι με σκοπό τον περιορισμό της. Στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας τα δυτικά κράτη μετατρέπονται σε τρομοκράτες. Ίσως για να τελειώσει αυτή η υποκρισία θα ήταν χρήσιμο ένα από τα εξώφυλλα του ίδιου του περιοδικού…

Σχόλια